- παρωρίτης
- οαυτός που γυρίζει σπίτι του αργά, ο ξενύχτης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παρωρίτης — ο 1. ο ξενύχτης, αυτός που γυρίζει άσκοπα ή διασκεδάζει τη νύχτα 2. ο καλικάτζαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάρωρα + κατάλ. ίτης (πρβλ. συνορ ίτης)] … Dictionary of Greek
νυχτοπαρωρίτης — ο, θηλ. νυχτοπαρωρίτρα αυτός που περιφέρεται τη νύχτα, νυχτοκόπος («ενώ κοιμούμαι ξαγρυπνά η νυχτοπαρωρίτρα», Γρυπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νύχτα + παρωρίτης «αυτός που μένει αργά έξω από το σπίτι του»] … Dictionary of Greek